Κυριακή 28 Αυγούστου 2016

Η τρελοκοτσιδού, εις τους αγρούς του Αυγούστου.





Η πρώτη λαχτάρα που την έπιασε. Ήταν να κάνει την επανάσταση της.  Είχε βαρεθεί τη κομμώτρια της. Πήγαινε, της τα ακούμπαγε κανονικά και πάντα έφευγε με ένα μαλλί, μα τι μαλλί. Εντελώς αντίθετο από αυτό που ήθελε. Έβαψε τα μαλλιά της άλλο χρώμα. Μόνη της. Δεν της πέτυχε και τόσο, βγήκε πιο σκούρο, αλλά η ψυχολογία της να ήταν  καλά. Και ήταν καλά.  Ύστερα τα έφτιαξε κοτσίδες. Ασύμμετρες, άγαρμπες  μα της άρεσαν.  Της έβγαζαν μια ανείπωτη παιδικότητα. Που την τρέλαινε. 



Η δεύτερη λαχτάρα που της ήρθε ήταν να πάει μια βόλτα. Κάπου στις εξοχές. Της άρεσε η ξυπολησιά, μα φοβόταν τα αγκάθια. Από τα βάτα.   Έβαλε τα σιώπατα πέδιλα της. Αυτά  με τους άσπρους πάτους και τις χρυσοποίκιλτες κορδέλες. Της πήγαιναν. Έδεναν και με το βερνίκι των νυχιών της. Κιτρινοπορτοκαλοπρασινικοκκινομπλέ. Στην απόχρωση του μαύρου. 



Οι εξοχές δεν ήταν πια εξοχές. Που να τρέχει μες τη ξεραΐλα. Τη ζέστη. Στη πλατεία των Νέων Καταστημάτων θα πέρναγε καλλίτερα. Εκεί κάτω από τα δέντρα. Στη δροσιά. Θα γνώριζε τη πιστοποιημένη παράδοση. Σε συσκευασία πλαστική.Τα  τοπικά προϊόντα.  Θα τα κατανάλωνε.  Καταρχήν τα κεράσματα τους . Τα τσάμπα κεράσματα τους. Μετά θα έβλεπε.  Μπορεί να γνώριζε και κάνα καλό παιδί. Παραγωγό. Με μουστάκι. Όχι μούσι. Μουστάκι.



Έφαγε με τα μάτια. Παξιμάδια, παξιμάδια, παξιμάδια, παξιμάδια, καλιτσούνια, καλιτσούνια, καλιτσούνια, σφακιανόπιτες, σφακιανόπιτες,   παστέλι, μπαχαρικά, τυροκομικά, τυροκομικά, τυροκομικά, καπνιστά κρέατα, μέλια, μέλια,  μέλια, ελαιόλαδο, ελιές. Γεύτηκε νοερά μπύρα, κρασί, κρασί,  κρασί, τσικουδιές, τσικουδιές. Όχι ρακόμελα δεν είχε. Εκεί που ξεσάλωσε ήταν με τα λικεράκια. Λικεράκια να δουν τα μάτια της. Να γευτεί ο (στεγνωμένος) λάρυγγας της.  Ήπιε κάμποσα. Ένα με γεύση καφέ τη τρέλανε. Ήπιε. Πήρε και ένα μπουκάλι. Μέχρι να φτάσει στη κάτω μεριά. Στη Χάληδων.  Το είχε πιεί. Σταλιά-σταλιά.



 Ένα νεράκι της κρητικής γης την απογείωσε. Το είχε πάρει και αυτό, ως έκθεμα,  από την έκθεση.  Όχι από το περίπτερο. Πετούσε.  Με τα χέρια απλωμένα. Στα πλάγια. Σαν κουπιά. Όχι φτερά. Αυτά  ενίοτε έχουν και κοτόψειρες. Πετούσε αθόρυβα. Πάνω από τα κεφάλια των τουριστών. Αόρατη. Έτσι της άρεσε. Να τους βλέπει και να μην τη βλέπουν. Δεν πρόλαβε να σταματήσει. Να προσγειωθεί στο σιντριβάνι. Ένα φρόζεν γόγιαρτντ  μάνγκο, τόθελε.  Για τη …. χώνεψης. 


Το ίδιο της έκανε. Η φόρα της,  τη προσγείωσε στα παγωμένα, βρώμικα νερά του λιμανιού. Που βάφτηκαν μαύρα. Δεν ήταν από το χρώμα των μαλλιών της που ξέβαψε. Ήταν από το σκοτάδι που έπεφτε. Πυκνό. Μαύρο. Άραχλο.



Και δεν πρόλαβε, να ρωτήσει για τα φυτικά , φυσικά καλλυντικά, που είχαν στην έκθεση,  γαμώτο…..

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2016

Βούλε βου, κου-σέ αβέκ μουά;



Ανήμερα τση Παναγιάς.

Την είδα.



Την ερωτεύτηκα.

Έκανα τα πάντα να μου κάτσει.

Να γίνει η μάνα των παιδιών μου.



Με τη μεγάλη χάρη της Παναγίας. 



Το θαύμα έγινε.

Αλλά.



Πάνω στη γλύκα του …. καθίσματος.

Έπιασε κακιά  λύσσα.

Αυτόν που παραβιάζει το βασίλειο μου.

Το δέντρο μου.

Συχνά τις τελευταίες ημέρες.

Και κλέβει τους καρπούς του.



Να ξανάρθει.

Και να μην αφήσει κλαδί για κλαδί.

Και σύκο για σύκο στη θέση του.

Φοβηθήκαμε.

Να κρυφτούμε που, πως, πότε;

Ίσα –ίσα που προλάβαμε να την κάνουμε.

Ο ένας από εδώ.

Η άλλη από εκεί.

Και μην την ξαναείδα μετά.



Που να φάει, ο λυσσάρας,  σκουληκιασμένο σύκο.

Και να μην του μείνει άντερο.

Παναγία μου…..

Τρίτη 9 Αυγούστου 2016

Ψοφοϊδάκεια 2016.



Ποιο είναι το αντίδοτο,  ομοιοπαθητικής, στις  Αυγουστιάτικες  «εορτές παραδοσιακής πολιτιστικής κλατσάρας». Των 15 μόλις Ευρώ. Με πλήρες  πατροπαράδοτο … μενού;



 Αυτό. 
Απλά πράγματα….