Χθες το πρωί ήταν.
Ώρα 8.30.
Παλιό λιμάνι.
Πιο συγκεκριμένα στη Πλατεία Κατεχάκη.
Θερμοκρασία υπό σκιά, 31 βαθμοί Κελσίου.
Ένα τεράστιο μηχάνημα ξεπετσώματος του ασφαλτοτάπητα, δούλευε στο φουλ.
Φορτηγά με αναμμένες μηχανές, περίμεναν στη σειρά να φορτωθούν μπάζα.
Ένα μεγάλο τρακτέρ, με μια τεράστια τελόβρουτσα μπροστά, έκοβε βόλτες.
2-3 ένστολοι, κοιτούσαν άγρια τα αυτοκίνητα που περνούσαν, ενώ δεν είχαν κλείσει το δρόμο.
Κάτι κυρίες με το τσαντικό στον ώμο και το χέρι αντήλιο, επέβλεπαν.
Καμιά 10αριά εργάτες, με τα χέρια στη μέση, κοιτούσαν και μιλούσαν δυνατά.
Σκόνη.
Καυσαέριο.
Φασαρία.
Ένας πόλεμος δηλαδή!
Οι λιγοστοί πρωινοί τουρίστες κοιτούσαν παραξενεμένοι.
Θα σκεπτόντουσαν οι άνθρωποι, και με το δίκιο τους, για ποια πτώχευση, ποια κρίση, ποια ανεργία.
Αφού φτιάχνουν δρόμους και πληρώνουν τόσους εργάτες, έχουν λεφτά.
Δεν κινδυνεύουν.
Πέρασε και ένας ιθαγενής.
Με το αγροτικό του.
Να παραδώσει μία παραγγελία.
Καμάρωσε.
Και μονολόγησε.
Φωναχτά.
«Τόσο καιρό, ένα ολόκληρο χειμώνα, κλωσούσαν.
Την αυτοχρηματοδοτούμενη ανικανότητα τους.
Και βρήκαν τη 16η Ιουνίου, να ξεκλωσιάσουν.
Για να προλάβουν τον Αύγουστο.
Όχι τον Αγροτικό.
Το σκέτο.
Που οι μύγες είναι πάντα παχιές».
Δεν σας λέω ποιος είναι.
Μαρτυριάρης δεν είμαι!
Εντάξει;
Ώρα 8.30.
Παλιό λιμάνι.
Πιο συγκεκριμένα στη Πλατεία Κατεχάκη.
Θερμοκρασία υπό σκιά, 31 βαθμοί Κελσίου.
Ένα τεράστιο μηχάνημα ξεπετσώματος του ασφαλτοτάπητα, δούλευε στο φουλ.
Φορτηγά με αναμμένες μηχανές, περίμεναν στη σειρά να φορτωθούν μπάζα.
Ένα μεγάλο τρακτέρ, με μια τεράστια τελόβρουτσα μπροστά, έκοβε βόλτες.
2-3 ένστολοι, κοιτούσαν άγρια τα αυτοκίνητα που περνούσαν, ενώ δεν είχαν κλείσει το δρόμο.
Κάτι κυρίες με το τσαντικό στον ώμο και το χέρι αντήλιο, επέβλεπαν.
Καμιά 10αριά εργάτες, με τα χέρια στη μέση, κοιτούσαν και μιλούσαν δυνατά.
Σκόνη.
Καυσαέριο.
Φασαρία.
Ένας πόλεμος δηλαδή!
Οι λιγοστοί πρωινοί τουρίστες κοιτούσαν παραξενεμένοι.
Θα σκεπτόντουσαν οι άνθρωποι, και με το δίκιο τους, για ποια πτώχευση, ποια κρίση, ποια ανεργία.
Αφού φτιάχνουν δρόμους και πληρώνουν τόσους εργάτες, έχουν λεφτά.
Δεν κινδυνεύουν.
Πέρασε και ένας ιθαγενής.
Με το αγροτικό του.
Να παραδώσει μία παραγγελία.
Καμάρωσε.
Και μονολόγησε.
Φωναχτά.
«Τόσο καιρό, ένα ολόκληρο χειμώνα, κλωσούσαν.
Την αυτοχρηματοδοτούμενη ανικανότητα τους.
Και βρήκαν τη 16η Ιουνίου, να ξεκλωσιάσουν.
Για να προλάβουν τον Αύγουστο.
Όχι τον Αγροτικό.
Το σκέτο.
Που οι μύγες είναι πάντα παχιές».
Δεν σας λέω ποιος είναι.
Μαρτυριάρης δεν είμαι!
Εντάξει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου