Κυριακή 12 Αυγούστου 2012

Α ρε, κατακαημένη Ρούμελη.


Μπήκα φουριόζος στο μαγαζί. Είχα καθυστερήσει πάνω από μισή ώρα τη παράδοση της παραγγελίας. Όπου μαγαζί, μια επιχείρηση πολλαπλής εστίασης. Ψησταριά, πιτσαρία, εστιατόριο και καφετέρια. Κάπου στο κέντρο της πόλης.
Η μαγείρισσα ήταν σκυμμένη μπροστά στο ξυλόφουρνο, με το τσιγάρο στο στόμα και κάτι έκανε. Εκείνη την ώρα ήταν η μόνη που δούλευε από το πολυπληθές προσωπικό της επιχείρησης. Καλημερίζοντας την, μου μύρισε έντονα καμένο. Και της το είπα.
-Κάτι καμένο μυρίζει. Μήπως έχεις αφήσει κανένα φαγητό στη κουζίνα;
Πριν προλάβει να μου απαντήσει στο βάθος, εκεί που ήταν η κουζίνα είδα καπνό. Αλαφιασμένη πήγε να δει, τι συμβαίνει. Εν τω μεταξύ ακούμπησα σε μια άκρια τα πράγματα και περίμενα.
-Ο καπνός, κύριε Νίκο κατεβαίνει από τη σκάλα που βγάζει στο πατάρι. Μπορείς σε παρακαλώ, να ανέβεις να δεις τι γίνεται, γιατί φοβάμαι;
Ο καπνός,  γινόταν πυκνότερος. Τι να κάνω, ανέβηκα σιγά - σιγά τη σκάλα. Όσο πλησίαζα προς τη κορυφή της η επιφυλακτικότητα μαζί με την αγωνία μου αυξανόταν. 
Φτάνοντας στο κεφαλόσκαλο, την είδα. Στον τοίχο απέναντι.

  Τη φωτιά. Να καίει κάτι στο τοίχο. Σε τρία σημεία. Και σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους.
Κατέβηκα γρήγορα κάτω. Την ενημέρωσα για το τι είχα δει. Ανέβηκε και αυτή. Κατεβαίνοντας έτρεμε. Ήταν κάτωχρη. Βούτηξε τη τσάντα της, το πακέτο τα τσιγάρα της και βγαίνοντας έξω μου είπε.
-Πάρε τηλέφωνο τη Πυροσβεστική, το Γιώργο, σε παρακαλώ μη φύγεις, θα λιγοθυμήσω.
Όπου «Γιώργος», το αφεντικό.
Την άραξε στη σκιά του πεύκου που ήταν στο απέναντι πεζοδρόμιο και με κοίταζε.
Έψαξα για πυροσβεστήρα και δεν βρήκα. Πουθενά!
Τι να έκανα; Για να κερδίσω χρόνο, πριν πάρει η φωτιά διαστάσεις, πήρα πρώτα τηλέφωνο το 199. Μόνο που δεν ήταν το 199, μα το 166! Από τη σαστιμάρα μου. Ξαναπήρα το σωστό νούμερο και ενημέρωσα που, πως και τι. Έρχονταν αμέσως.
Βγήκα έξω. Δεν μπορούσα να είμαι άλλο πια μέσα. Οι πρώτες φλόγες εξωτερικά, έκαιγαν  τη βάση της καμινάδας του ξυλόφουρνου.
Από το κινητό μου τηλεφώνησα και στον Γιώργο. Το αφεντικό. Κοιμόταν. Ζήτησα συγνώμη, του είπα τι συμβαίνει και με ρώτησε επιθετικά.
-Είδες φωτιά και πήρες τη πυροσβεστική;  
Ήδη η καμινάδα είχε ζωστεί από φλόγες. Από πάνω μέχρι κάτω. Καιγόταν σαν λαμπάδα. Οι σειρήνες των πυροσβεστικών ακούστηκαν πολύ κοντά. Δεν είχαν περάσει ούτε 5 λεπτά που τους είχα ειδοποιήσει!
-Φωτιά είδα Γιώργο μέσα στο τοίχο το παταριού. Και τώρα είναι έξω. Ξεκινάει από τη βάση της καμινάδας και έχει φτάσει ως τη κορυφής της. Έλα σε παρακαλώ, η πυροσβεστική έφτασε και πρέπει να βγάλω το αυτοκίνητο μου από εκεί που είναι,  γιατί κινδυνεύει και εμποδίζει.

 Ήρθαν 3 πυροσβεστικά οχήματα. Ο επικεφαλής έστειλε στο πατάρι 2 πυροσβέστες με αντί ασφυξιογόνες μάσκες. Είδαν πως είχε η κατάσταση και άρχισαν αμέσως τη πυρόσβεση. Άλλοι από μέσα και άλλοι από  έξω.
Ακριβώς μισή ώρα μετά και αφού η φωτιά είχε σβήσει ήρθε και το αφεντικό.  Φουριόζος. Αναμαλλιασμένος. Μίλησε με τον επικεφαλής. Σε μένα δεν μίλησε. Με κοίταξε ανέκφραστος, σαν μοσχάρι,  και μπήκε στο μαγαζί.
Τον ακολούθησα.
-Πρέπει να φύγω. Έχω να παραδώσω και τις άλλες παραγγελίες. Έχω ήδη καθυστερήσει. Αν με θες κάτι, πάρε τηλέφωνο, του είπα.
Η απάντηση του ήταν ένα ξερό «καλά». Και μου γύρισε τη πλάτη.
Όταν επέστρεψα, γιατί ξαναπήγα, από ανθρώπινο ενδιαφέρον, οι πυροσβεστικές είχαν φύγει. Οι εργαζόμενοι καθάριζαν. Και αυτός μετρούσε τα πολλά ψιλά του ταμείου.
Τον ρώτησα αν είχαν πάθει μεγάλη ζημιά.
Μου απάντησε με φωνή νευριασμένη. Μάλλον δεν μου απάντησε, παρά με ρώτησε:
-         Στο τηλέφωνο σε ρώτησα αν είδες φωτιά πριν πάρεις τη πυροσβεστική; Είδες φωτιά;
Όση ώρα έβλεπα τη προσπάθεια των πυροσβεστών να σβήσουν τη φωτιά, που όλη η πλατεία, μαγαζιά, σπίτια και εγκλωβισμένοι οδηγοί αυτοκινήτων είχαν δει, μου είχε πει η μαγείρισσα, αλλά και μια καθαρίστρια που εν τω μεταξύ είχε έρθει, ότι τα μπουριά του ξυλόφουρνου είχαν πρόβλημα εξαερισμού από το Σάββατο. Του το είχαν  πει. Εκείνος ειδοποίησε τους μαστόρους, για να ξεφράξουν τα μπουριά τη Δευτέρα. Οι μάστορες δεν μπορούσαν, να πάνε εκείνη την ημέρα. Θα ερχόντουσαν την επομένη. Τους πρόλαβε όλους η φωτιά.
Αντί, να μου πει στοιχειωδώς ένα «ευχαριστώ», που του γλίτωσα την επιχείρηση,  μου ζήταγε και τα ρέστα!!!!
Κάθε παραπανίσια κουβέντα μαζί του ήταν περιττή. Του γύρισα τη πλάτη. Δεν άξιζε το κόπο. Όπως και δεν έκανα το κόπο να του ξανάπαω πράγματα. Με τέτοιους ανθρώπους, που λεφτά έχουν και μυαλά δεν έχουν,  δεν θέλω, να έχω κανενός είδους επαφή.
Βεβαίως είναι απορίας άξιο, πως μία τέτοιου είδους επιχείρηση, με ξυλόφουρνο, ψησταριά, υγραέριο, με αρκετούς εργαζόμενους και με εκατοντάδες ημερήσιους πελάτες, που λειτουργεί στο κέντρο, να μην έχει ένα πυροσβεστήρα. Όταν δεν υπάρχει πυροσβεστήρας, πολύ πιθανόν το μαγαζί, να μην διαθέτει και πυρασφάλεια.
Επομένως;
Πως  τον αφήνουν και δουλεύει τόσα χρόνια;
Λαδωμένοι, θα μου πείτε και αυτοί.
Σωστά……


Δεν υπάρχουν σχόλια: