Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

Άλλη μία Κυριακή....




Ξύπνησα με το ξυπνητήρι.
Στις 6.
Όπως κάθε μέρα.

Έφτιαξα ένα καφέ, ντύθηκα καλά και βγήκα έξω. Στο υπόστεγο. Φύσαγε δυνατά. Τα καλώδια της ΔΕΗ σφυρίζανε. Οι σκέψεις πολλές. Αγχωμένες. Θα προλάβω μέχρι το μεσημέρι, να ετοιμάσω τις παραγγελίες; Θα πάω στο μνημόσυνο; Ο άνηθος με τα πολλά νερά των προηγούμενων ημερών σάπισε. Ο καινούργιος δεν φύτρωσε. Το ίδιο και ο αρακάς, τα καρότα, ο μαϊντανός. Ο παλιός κιτρίνισε. Τα κρεμμύδια θα με φτάσουν; Τα σκόρδα θέλουν ξεχορτάριασμα. Πρέπει να τους πετάξω τη στάχτη που μαζεύω, καιρό τώρα. Θα με φτάσουν τα λεφτά που έβαλα στην άκρη τα Χριστούγεννα για την οικοδομή;

Ξαφνικά άστραψε. Τζούφια αστραπή. Χωρίς βροντή. «Είναι μακριά ακόμα η καταιγίδα», σκέφτηκα, ξεφεύγοντας από τις προηγούμενες σκέψεις.. Άναψα το πρώτο τσιγάρο της ημέρας. Ψιλοκρύωνα. Μα δεν με ένοιαζε. Στη τρίτη ρουφηξιά, άρχισε να ψιχαλίζει. Οι αστραπές έφεραν και τις βροντές. Η βροχή δυνάμωσε. Οι σταγόνες χτυπούσαν δυνατά στο σκέπαστρο. Ο αέρας δυνάμωσε. Ένας αγουροξυπνημένος αρσενικός κοτσιφός, στη δεσπολιά απέναντι, άρχισε να γαμπρίζει κελαηδώντας. Άναψα και δεύτερο τσιγάρο. Οι ψυχοφθόρες σκέψεις σταμάτησαν εντελώς. Απλώς απολάμβανα. Τη βροχή, τον αέρα, τα αστραπόβροντα και τις τραγουδιστικές κατουρόκαβλες του κοτσυφιού. Πάνω που άρχισε να χαράζει είχα ηρεμήσει εντελώς. Έβαλα τις γαλότσες, φόρεσα και τη μουσαμαδιά. Ευτυχώς η βροχή είχε λιγοστέψει και τα αστραπόβροντα είχαν σταματήσει. Από δυτικά καθάριζε ο ουρανός. Ήρεμος ξαμολήθηκα στα χωράφια.

Στις 8.30 τα παράτησα. Είχα το μνημόσυνο. Βαριόμουνα τη διαδικασία. Μα έπρεπε. Έκανα ένα πρόχειρο ντουζάκι, έβαλα τη κουστουμιά του θεούσου και ντουγρού για την εκκλησία. Μπήκα μέσα την ώρα που ξεκίναγε το Ευαγγέλιο. Περίμενα μέχρι να τελειώσει ο παπάς την ανάγνωση. Φίσκα η εκκλησία. Κεριά, λιβάνια, κλιματιστικά στο φουλ, μεγάφωνα στη διαπασών. Αφόρητα βαριά η ατμόσφαιρα. Με έπιασε το κεφάλι μου. Άναψα το κερί, έκανα προς προσκύνησα το εικόνισμα του Αγίου, που ήταν πασαλειμμένο από διάφορες αποχρώσεις του κραγιόν και βγήκα έξω. Εκεί στη κόλαση του κρύου πλην όμως καθαρού αέρα.

Δεν πέρασε πολύ ώρα και άρχιζαν να βγάζουν ένα - ένα τα μισό-λιγόθυμα κοριτσάκια έξω. Τρία σωριάστηκαν. Οι 2 πρώτες μαμάδες ανήσυχες, πανικόβλητες. Η τρίτη άνετη. Ανετότατη.

- Μην ανησυχήτε, πάντα το παθαίνει, θα της περάσει, με λίγο νεράκι και το καθαρό αέρα.

Οι άλλες τη κοιτούσαν σαν χαζές. Το ύφος τους μαρτυρούσε τις σκέψεις τους. Ίχνος ανησυχίας για το κοριτσάκι της; Πολύ αναίσθητη η μουλάρα. Και είναι παντελόνι αυτό το κολλητό πράμα που φοράει ή είναι η κυτταρίτιδα της που μασκαρεύτηκε σε παντελόνι;

Κάπου εκεί τέλειωσε και η λειτουργία. Ευτυχώς. Χαιρετούρες, συλλυπητήρια, κόλλυβα, αρτάκι και ζωή να έχετε να τον θυμάστε. Τον Νομάρχη που ήρθε άναψε ένα κεράκι και έφυγε. Το ίδιο και τον άλλονα που οι φήμες τον θέλουνε υποψήφιο για το «μεγάλο Δήμο», που όμως δεν έφυγε. Έκατσε μέχρι το τέλος και έκανε δημόσιες σχέσεις με τις χαιρετούρες του σε όλους τους παριστάμενους. Ανεξαιρέτως.

Στο γυρισμό σταμάτησα στο ψιλικατζίδικο. Να πάρω τη κυριακάτικη ενημέρωση. Χωρίς τις προσφορές. Μέσα ήταν ο σύζυγος της ιδιοκτήτριας. Ασφαλίτης στο επάγγελμα. Εκτός υπηρεσίας. Είχε στριμώξει στη γωνία, κρατώντας τον από το μπράτσο, ένα ξανθό πιτσιρικά, το πολύ 17 – 18 χρονών, που μιλούσε σπαστά ελληνικά. Για ένα πλαστό πενηντάρικο, που είχε δώσει στην υπάλληλο του ψιλικατζίδικου. Περίμεναν να έρθουν οι εντός υπηρεσίας, ειδοποιημένοι συνάδελφοι του. Για να μαζέψουν τον παραχαράκτη. Ο πιτσιρικάς παρακαλούσε να τον αφήσει να φύγει. Δεν ήξερε ότι το χαρτονόμισμα ήταν πλαστό. Το κακορίζικο! Το μόνο σίγουρο ήταν, ότι δεν ήξερε πού πήγε, να το πασάρει! Ηθελημένα ή άθελα του….

Πήρα τις εφημερίδες και έφυγα. Με ανάμικτα συναισθήματα. Που έφυγαν γρήγορα. Έπρεπε να αλλάξω και να ξανάπαω στα χωράφια. Ήθελα άλλο ένα καφέ, μα δεν προλάβαινα. Η ώρα περνούσε.

Τέλειωσα στις 1. Μου έμενε μόλις μισή μέρα ξεκούρασης. Που δεν θα με έφτανε με τίποτα. Μα μπρος στο καθόλου….

Έφαγα, πλύθηκα ξανά και κατέβασα τους διακόπτες….

Δεν υπάρχουν σχόλια: