και
Καλή Λευτεριά!
Και τον άφησε. Απέναντι από το πατρικό μου σπίτι. Δίπλα στο πολύ - γραμματό - κιβώτιο των ΕΛΤΑ. Δεμένο χωρίς νερό και φαγητό. Όλο και κάποιος φιλεύσπλαχνος φιλόζωος θα το λυπόταν και θα το υιοθετούσε.
Όταν ξαναγύρισα από τις διανομές, το καημένο το ζωντανό ήταν ακόμη εκεί. Όλοι το είχαν δει, όλοι είχαν αναρωτηθεί τίνος είναι και γιατί το έδεσε εκεί. Κανείς όμως δεν του πήγε λίγο νερό να πιει. Του πήγα λίγο νερό και μου έκανε χαρούλες. Παρά το γεγονός ότι ήταν και ανήσυχο και νευρικό. Έκατσα λίγη ώρα και το παρακολουθούσα από απόσταση. Πίνοντας το καφέ και σκεπτόμενος τι θα ήταν καλύτερα να κάνω;
Με πήγανε για πρώτη φορά, το καλοκαίρι του 1981. Ένα φιλικό ζευγάρι Ελληνο Ελβετών. Με μάγεψε. Από τότε πήγαινα τακτικότατα. Και ας ήταν ξεθεωμός το πήγαινε έλα. Οι επισκέπτες ακόμα και τον Αύγουστο μήνα, ήταν ελάχιστοι. Οι περισσότεροι Γερμανοί.
Χρόνια αργότερα ήρθαν τα καραβάκια, οι ομπρελο ξαπλώστρες, η καντίνα, τα σκουπίδια. Οι χιλιάδες, επί καθημερινής βάσεως επισκέπτες. Η θάλασσα ήταν μέρες που θύμιζε βούρκο. Δεν έβρισκες μέρος να την αράξεις. Από τη πολυκοσμία , τη φασαρία και τα σκουπίδια.
«Αργότερα, αργότερα ήρθανε τα κότερα».
Πολύ αργότερα, έφτασαν τα φουσκατά.
Ήμουν λέει εκδότης.
Ο δρόμος ήταν ίσιος, φαρδύς, λίγο κατηφορικός και άδειος. Οδηγούσε τη βέσπα της αμέριμνη. Έτρεχε αρκετά γρήγορα. Η κατάμαυρη αλογοουρά της ανέμιζε όπως της φοράδας την ώρα που καλπάζει. Το κράνος, το φορούσε ο αριστερός της αγκώνας. Το άσπρο κοντό λουλουδάτο φουστάκι της, με τη βοήθεια του αέρα, άφηνε να φανούν μέχρι ψηλά τα πόδια της.
Λίγο παρακάτω και πριν προλάβει να εμπεδώσει τη χαρά της νίκης της, τη περίμενε ο εχθρός. Ένας εχθρός ύπουλος, επιθετικός, θρασύδειλος.