Γεννήθηκε σε χωριό.
Τη θάλασσα την έβλεπε πάντως. Έστω και από μακριά. Και από ψηλά.
Αυτό ήταν το στοιχείο της.
Το ψηλά.
Τη βάπτισαν Ευαγγελία. Στο όνομα της αγαπημένης αδελφής του πατέρα της. Η Ευαγγελία, παρά τη φτώχεια και τη πείνα, της προπολεμικής εποχής, ήταν στρουμπουλή. Και ροδομάγουλη! Βοηθούσαν τα χαρούπια, τα αγριόχορτα, τα φιστίκια και τα βελάνια. Ότι έβγαζε το χωριό της δηλαδή. Ειδικά στα βελάνια, είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Τα μάζευε κρυφά. Τα έχωνε κάτω από τα ρούχα της. Κατάσαρκα. Για να μην φαίνονται. Και αυτά τα άτιμα, μια ζωή την έγδερναν!
Μπορεί να τη βάπτισαν Ευαγγελία, μα τη φώναζαν «Βαγγελιά». Όλοι. Ακόμα και ο νονός της. Αυτού του είδους το … υποκοριστικό, συνηθιζόταν στο χωριό. Εφόσον το επέτρεπε το όνομα. Τη πρώτη της εξαδέλφη, αντί για Κατίνα τη φώναζαν «Κατινιά» και μία φιλενάδα της «Γραμμαθιά». Από το Γραμματική.
Σιχαινόταν το «Βαγγελιά». Κάθε φορά που την αποκαλούσαν έτσι, αισθανόταν, σαν να της πέταγαν μία βουτσιά. Τσαντιζόταν. Με τις πρώτες της εξαδέλφες και τις λιγοστές φιλενάδες, τσακωνόταν συνεχώς. Ήθελε να τη φωνάζουν «Λίτσα». Το «Εύα», δεν είχε εφευρεθεί ακόμα.
Όταν ήταν, κοντά στα 20, ξέσπασε βεντέτα στο χωριό. Την εποχή που σκάβανε τα λιγοστά αμπέλια, μαζευόντουσαν όλοι οι ντελικανήδες του χωριού και έκαναν τα «δανικά». Τη μια μέρα έσκαβαν στου μιανού κύρη και την άλλη στου αλλουνού. Μια μέρα, λίγο καιρό μετά το φευγιό των Γερμανών, εκεί που έσκαβαν, βρήκαν μία χειροβομβίδα. Άσκαστη. Ήταν, που ήταν τροζοκόπελα, στα χνουδάτα ντουζένια τους, είχανε πιει και λίγο κρασί παραπάνω την ώρα του κολατσιού, άρχισαν να σκαρνεύονται. Με τη χειροβομβίδα. Μέχρι που έσκασε. Σκότωσε έναν από αυτούς. Ο πρώτος σκοτωμός, έφερε μετά από λίγο καιρό, άλλον ένα . Η βεντέτα είχε ξεκινήσει.
Η οικογένεια της Ευαγγελίας, βρέθηκε αναγκαστικά στο ένα στρατόπεδο. Το δεύτερο θύμα της βεντέτας ήταν πρώτος της ξάδελφος. Που είχε κατηγορηθεί ότι έφταιγε για το σκάσιμο της χειροβομβίδας. Ο πατέρας της πούλησε ότι είχε στο χωριό. Πήρε την 7μελή οικογένεια του και κατέβηκε στη Χώρα. Στα Χανιά. Αγόρασε ένα χαμόσπιτο στη Νέα Χώρα. Εκεί έμειναν. Βρήκε και μία τρύπα στο Κάτωλα. Τη γέμισε με τόπια υφάσματα. Ήταν καπάτσος και πονηρός. Οι δουλειές πήγαν μια χαρά. Από την αρχή.
Ποιος στις χάρες της Ευαγγελίας. Που έφυγε από το χωριό. Το «Βαγγελιά» το έκοψε. Με βέτο. Το έκανε «Βέλη». Ομόρφυνε με πούδρες, κραγιόνια και φιγουρίνια. Η καλή τύχη, το έφερε έτσι που μοσχοπαντρεύτηκε. Έγινε σύζυγος επιχειρηματία. Από τη Νέα Χώρα, βρέθηκε στη Χαλέπα. Από το χαμόσπιτο, σε πολυκατοικία. Θεά η Βέλη!
Με το χωριό ξέκοψε. Ακόμα και όταν αυτό έγινε μαστ και τρέντυ ταβερνοτσικνάδικο, για τις Κυριακάτικες παϊδο-κατανύξεις επιφανών αστών Χανιωτών. Με τις εξαδέλφες της σταμάτησε να έχει σχέσεις. Τις πρώτες φιλενάδες, τις διέγραψε. Ούτε και με αυτές που παντρεύτηκαν πρωτευουσιάνους γαμπρούς και ήρθαν στα Χανιά. Δεν πήγαινε σε λύπες του σογιού. Στις χαρές δεν καταδεχόταν. Και ας την καλούσαν.
Οι εξαδέλφες της, πάντα την ημέρα του Ευαγγελισμού αναρωτιόντουσαν.
«Ήθελα και να κάτεχα μωρή, ανέ γιορτάζει η Βελάρα σήμερο!»
Και δώστου να γελάνε.
Τρανταχτά.
Ειδικά εκείνη, η Κατινιά…..
2 σχόλια:
Πολύ ωραία ιστορία.Sonora
Ευχαριστώ Sonora. Είναι ιστορία μεν, αληθινή δε....
Δημοσίευση σχολίου