Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

Λαθρεπιβάτης.

Ήταν αργά το βράδυ. Οδηγούσα το αυτοκίνητο, επιστρέφοντας στο σπίτι. Ήμουν κουρασμένος πολύ. Έξω είχε ξαστεριά, υγρασία πολύ και τσουχτερό κρύο. Έκανα ήδη όνειρα, για ένα βαθύ και άκρως οργιαστικό ύπνο.

Ξαφνικά άκουσα κάτι σπαρακτικά νιαουρίσματα. Ερχόταν από μπροστά. Από τη μηχανή. Αποχαιρέτισα τις νυσταγμένες μου ορέξεις και σταμάτησα κάτω από ένα φως της ΔΕΗ. Πήρα  το φακό και άνοιξα το καπάκι της μηχανής. Όντως ήταν ένα κόκκινο τιγρέ γατάκι. Μικρούλικο, αδύνατο και   βρώμικο. Πριν  κάνω το οτιδήποτε, πρόλαβε και έφυγε από τη κάτω μεριά. Έσκυψα, δεν το είδα, έκλεισα το καπάκι  και έφυγα. Ανακουφισμένος. Αμ δε! Τα νιαουρίσματα συνεχίστηκαν. Αυτή τη φορά, από το πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Διαολισμένος από τη βραδιάτικη τύχη μου, δεν σταμάτησα. Σε λιγότερο από 500 μέτρα θα έφτανα. Άφησα το αυτοκίνητο στο δρόμο. Όχι στην αυλή. Νιαούριζε δαιμονισμένα. Έψαξα να το βρω. Ήταν κρυμμένο στο λάστιχο της ρεζέρβας. Του έβαλα σε ένα πιατάκι γάλα με ψωμί και πήγα για ύπνο. 

 
Την άλλη μέρα το πρωί το είδα. Ήταν κάτω από το αυτοκίνητο και εξακολουθούσε να νιαουρίζει. Λιγότερο δυνατά από ότι χθες βράδυ. Του φώναξα από μακριά. Δεν κούνησε. Πήγα λίγο πιο κοντά, και πάλι δεν συγκινήθηκε. Ήπια το καφέ και ξανακοίταξα. Ήταν άφαντο και το γάλα φαγωμένο. Φόρτωσα και έφυγα. Η  χαρά ότι ξεφορτώθηκα το γατί, δεν κράτησε πολύ. Τα νιαουρίσματα ήχησαν και πάλι στα αυτιά μου. Ερχόντουσαν πάλι από μπροστά. Σταμάτησα στην άκρη του δρόμου. Όσο και αν έψαξα δεν το είδα.  Ξαναξεκίνησα. Το νιαούρισμα μετά από λίγο ήρθε από τη πίσω μεριά. Από τη καρότσα. Σιγά που θα σταμάταγα! Αυτή τη δουλειά θα έκανα τώρα; Αφού ήθελε ο γατίσιος ποπός του αέρα, θα τον είχε. Φουντανήστηκε για τα καλά επί 18 χιλιόμετρα! Όταν έφτασα στο προορισμό μου, άφησα το αυτοκίνητο δίπλα σε μία κουφαλόριζα ελιάς. Έβαλα  ένα κομμάτι τυρί, από  αυτό  που θα έτρωγα το μεσημέρι και ξεκίνησα  τη δουλειά μου. Παρακολουθούσα όμως. Κατέβηκε μετά από λίγο, εξερεύνησε το χώρο, μύρισε τον αέρα και πήγε διστακτικά προς το τυρί.  Όση ώρα το έτρωγε, έτρεξα και μετακίνησα πιο κάτω το αυτοκίνητο. Ήσυχος ότι απαλλάχτηκα. Σιγά!

 
 Σήμερα ήταν η τρίτη ημέρα που το έκανα βόλτες  παρά τη θέληση μου. Και με τα νεύρα μου τσατάλια. Το έδιωχνα από τη μηχανή και πήγαινε  στη ρεζέρβα. Ή το αντίθετο. Αργά σήμερα το απόγευμα το είδα να παίζει μια μεγάλη ακρίδα μέσα στα χόρτα. Φόρτωσα όπως – όπως και την έκανα! Νιάου δεν ξανά άκουσα. Τις επόμενες ημέρες, σε εκείνο το χωράφι, θα ξαναπάω μόνο με τα πόδια ή με το ποδήλατο…….

Δεν υπάρχουν σχόλια: