Η εκκλησία, ο δεκάδων εκατοντάδων τετραγωνικών μέτρων επιφάνειας χώρος της, γέμισε σιγά σιγά από κόσμο. Πιστούς. Όσοι δεν χωρούσαν έμειναν, στην εξίσου πολύ μεγάλη αυλή. Αναγκαστικά. Παρά το γεγονός ότι ανά διαστήματα φύσαγε δυνατός και παγωμένος αέρας. Έξω από το προαύλιο χώρο της εκκλησίας, το μεγαλύτερο μέρος της πλατείας κάλυπτε, ένας τεράστιος σε όγκο, σωρός από ξύλα. Πάνω από τα ξύλα προεξείχε μια πανύψηλη κρεμάλα. Εκεί κρεμόταν ένα ομοίωμα του Ιούδα. Τα πόδια του ήταν δεμένα με σχοινιά, που κατέληγαν κάθετα προς τα κάτω, στο σωρό με τα ξύλα. Σε κάθε σχοινί ήταν δεμένα πλαστικά μπουκάλια του ενός λίτρου με βενζίνα.
Μετά το «Δεύτε λάβετε φως», όλοι βγήκαν έξω. Στριμώχτηκαν γύρω από την εξέδρα. Με το που άρχισαν οι 2 νεαροί παπάδες και οι 4-5 ψαλτάδες το «Χριστός Ανέστη» ξεκίνησε το πέταγμα των κροτίδων στα ξύλα και των φωτοβολίδων στον ουρανό. Με τις κροτίδες άναψε η φωτιά στα ξύλα. Πήρε τεράστιες διαστάσεις. Γρήγορα. Σε ελάχιστη απόσταση από τον κόσμο. Που κοίταζε με δέος. Την ώρα που άρπαζαν φωτιά τα μπουκάλια της βενζίνας, φύσηξε δυνατός αέρας. Από τα δυτικά. Οι φλόγες και τα αποκαΐδια κινήθηκαν προς τα ανατολικά. Προς τον κόσμο.
Τα παιδάκια έκλαιγαν. Τρομαγμένα. Οι μανάδες τσίριζαν. Επειδή έκλαιγαν τα παιδάκια. Και φοβούμενες συνάμα, μην αρπάξουν φωτιά οι φρέσκο-κομμωτηριασμένες τρίχες της κεφαλής τους. Οι πατεράδες ανήσυχοι για τη σωματική ακεραιότητα των μελών των οικογενειών τους, γαμοσταυρίδιζαν!
Οι παπάδες στη εξέδρα, που είχαν γυρισμένη τη πλάτη στη φωτιά, σταμάτησαν τη λειτουργία. Γύρισαν και βλέποντας τη κόλαση, χωρίς τον έξω από εδώ, ξεχύθηκαν προς το εσωτερικό της εκκλησίας. Παρακάμπτοντας και το «Άρατε τας Πύλας».
Όλα έφταναν και ξεπερίσσευαν. Για να φύγει ο κόσμος. Κατευθύνθηκαν όλοι μαζί προς τις πίσω εξόδους της αυλής. Στριμώχθηκαν. Τσαλαπατήθηκαν. Βλαστήμησαν. Τις αναίσθητες που είχαν σταματήσει στο πεζοδρόμιο και προσπαθούσαν να ξανανάψουν τις σβησμένες λαμπάδες τους από το άγιο φως. Εμποδίζοντας την έξοδο.
Ξύλο δεν έπεσε. Δεν το επέτρεπαν οι ιερές στιγμές, της Ανάστασης του Θεανθρώπου, που ζούσαν.
Και του χρόνου;
Και του χρόνου!
4 σχόλια:
ωραίο διήγημα! πάλι. Να το επεκτείνεις λίγο, να το εντιτάρεις και voila ένας νέος λογοτέχνης!
Μιλ μερσί, δια το κομπλιμάν! Άστο, καλό είναι και έτσι. Που χρόνος! Φτάνει που το έζησα!
θα το κάνω εγώ τότε, λογοκλόπος φοβερός
Ποσοστούλια θέλω!
Δημοσίευση σχολίου