Η γεωργία υπό διωγμό.
Στις 18 του Σεπτέμβρη του 2013 ήρθαν στο φως της δημοσιότητας οι πρώτες
πληροφορίες για ενδεχόμενη φορολόγηση των αγροτεμαχίων. Στη συνέχεια οι
πληροφορίες αυτές επιβεβαιώνονται με το νομοσχέδιο που ήρθε για δημόσια
διαβούλευση και στο οποίο εφαρμόζονται «οικονομίστικοι» μαθηματικοί τύποι ξένοι
προς την επιστήμη της Αγροτικής Οικονομίας και της Γεωργικής Λογιστικής και
Εκτιμητικής ακόμα και στις στάνες και στις ομβροδεξαμενές!
Δεν ζητείται η γνώμη του κατά το σύνταγμα συμβούλου της Πολιτείας του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας. Ξεχνιέται από τους συντάκτες του νομοσχεδίου, πως το έδαφος για τη γεωργία είναι «συντελεστής παραγωγής» και κατά συνέπεια η αξία του εξαρτάται από εντελώς διαφορετικές από το οικόπεδο παραμέτρους. Αγνοείται πως η μόνη μέθοδος εκτίμησης της παραγωγικής αξίας του γεωργικού εδάφους είναι η κεφαλαιοποίηση της απολαμβανόμενης εγγείου προσόδου. Γι’ αυτό και σε καμία χώρα του κόσμου δεν φορολογείται ο συντελεστής παραγωγής της γης, αλλά η τελική επιτυγχανόμενη παραγωγή.
Η γεωργία με την ευρεία της έννοια, η μητέρα όλων των άλλων τεχνών κατά τον Ξενοφώντα δεν είναι ασφαλής. Όπως έλεγε και ο αείμνηστος καθηγητής Β. Χρηστίδης είναι η «τέχνη του εξαρτάται». Κι αυτό επιβεβαιώνεται περισσότερο σήμερα με την επιδείνωση του φαινόμενου της υπερθέρμανσης του πλανήτη και τη δυσάρεστη απόληξη της κλιματικής αλλαγής, που κάνει δυναμικά την εμφάνισή της και στη χώρα μας.
Πράγματι ιδιαίτερα στην Κρήτη η παρατεταμένη ξηρασία, η συχνότητα και η μεγαλύτερη διάρκεια του καύσωνα, η αφομοίωση των εποχών, η συχνότητα των ανεμοθυελλών και καταιγίδων, η μεγάλη θερμοκρασιακή διαφορά νύχτας και ημέρας, η διαταραχή του βιορυθμού των φυτών και της επιβλαβούς πανίδας είναι οι βασικές αιτίες της ολοένα μειούμενης γεωργικής παραγωγής. Σ’ αυτές τις αιτίες τελευταία συγκαταλέγεται και η οικονομική κρίση που «γονατίζει» στην κυριολεξία καλλιεργητές και κτηνοτρόφους. Η ελαιοπαραγωγή πότε με τους νοτιάδες πότε με τη βαρυχειμωνιά αποδεκατίζεται. Κι όση μένει γίνεται βορά του δάκου, που ο βιολογικός του κύκλος επιμηκύνεται. Τα αμπέλια όσα έμειναν από τη φυλλοξήρα και την ευρωπαϊκή πολιτική για μείωση των εκτάσεων «πέφτουν» θύματα του ανέμου και του περονοσπόρου. Τα εσπεριδοειδή εξαντλούνται από την πρωτανθία, «σχίζονται» οι καρποί πριν την ώρα τους και ωριμάζουν πριχού αποκτήσουν το φυσιολογικό τους χρώμα. Οι καστανιές «θυσιάζονται» στον «βωμό» των επάρατων ασθενειών της μελάνωσης και του έλκους και της κρατικής αδιαφορίας. Οι θερμοκηπιακές καλλιέργειες αν «γλιτώσουν» από τις ξενόφερτες ασθένειες και εχθρούς, που βρήκαν με την κλιματική αλλαγή «πρόσφορο» πεδίο ανάπτυξης, θα «αποτελειωθούν» από την καταστροφή των κατασκευών από ανεμοθύελλα και χαλαζόπτωση και την ακραία διαφοροποίηση της θερμοκρασίας ημέρας και νύχτας. Η αιγοπροβατοτροφία υποφέρει από την ερημοποίηση και την παρατεταμένη ξηρασία, που εξαφανίζει τη βοσκήσιμη χλωρίδα.
Αυτή λοιπόν την «αιμάσσουσα» οικονομικά γεωργία «έβαλε» στο μάτι το Υπουργείο Οικονομικών. Επιδιώκει τη φορολόγηση των αγροτεμαχίων, βοσκοτόπων και μαντριών αγνοώντας την αντιαναπτυξιακή επίδραση ενός τέτοιου εγχειρήματος. Κι ας γνωρίζει πως ήδη η κλιματική αλλαγή μειώνει σε ετήσια βάση την παραγωγή στο αμπέλι κατά 30%, στην ελαιοκαλλιέργεια κατά 20% και στο βαμβάκι και στα δημητριακά κατά 15 – 20%. Κάποιος όμως πρέπει να υπενθυμίσει στην Πολιτεία πως ο μαρασμός της φυτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής ιδιαίτερα σε περιόδους οικονομικής κρίσης μπορεί να σημάνει και τον αφανισμό της.
Δεν ζητείται η γνώμη του κατά το σύνταγμα συμβούλου της Πολιτείας του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας. Ξεχνιέται από τους συντάκτες του νομοσχεδίου, πως το έδαφος για τη γεωργία είναι «συντελεστής παραγωγής» και κατά συνέπεια η αξία του εξαρτάται από εντελώς διαφορετικές από το οικόπεδο παραμέτρους. Αγνοείται πως η μόνη μέθοδος εκτίμησης της παραγωγικής αξίας του γεωργικού εδάφους είναι η κεφαλαιοποίηση της απολαμβανόμενης εγγείου προσόδου. Γι’ αυτό και σε καμία χώρα του κόσμου δεν φορολογείται ο συντελεστής παραγωγής της γης, αλλά η τελική επιτυγχανόμενη παραγωγή.
Η γεωργία με την ευρεία της έννοια, η μητέρα όλων των άλλων τεχνών κατά τον Ξενοφώντα δεν είναι ασφαλής. Όπως έλεγε και ο αείμνηστος καθηγητής Β. Χρηστίδης είναι η «τέχνη του εξαρτάται». Κι αυτό επιβεβαιώνεται περισσότερο σήμερα με την επιδείνωση του φαινόμενου της υπερθέρμανσης του πλανήτη και τη δυσάρεστη απόληξη της κλιματικής αλλαγής, που κάνει δυναμικά την εμφάνισή της και στη χώρα μας.
Πράγματι ιδιαίτερα στην Κρήτη η παρατεταμένη ξηρασία, η συχνότητα και η μεγαλύτερη διάρκεια του καύσωνα, η αφομοίωση των εποχών, η συχνότητα των ανεμοθυελλών και καταιγίδων, η μεγάλη θερμοκρασιακή διαφορά νύχτας και ημέρας, η διαταραχή του βιορυθμού των φυτών και της επιβλαβούς πανίδας είναι οι βασικές αιτίες της ολοένα μειούμενης γεωργικής παραγωγής. Σ’ αυτές τις αιτίες τελευταία συγκαταλέγεται και η οικονομική κρίση που «γονατίζει» στην κυριολεξία καλλιεργητές και κτηνοτρόφους. Η ελαιοπαραγωγή πότε με τους νοτιάδες πότε με τη βαρυχειμωνιά αποδεκατίζεται. Κι όση μένει γίνεται βορά του δάκου, που ο βιολογικός του κύκλος επιμηκύνεται. Τα αμπέλια όσα έμειναν από τη φυλλοξήρα και την ευρωπαϊκή πολιτική για μείωση των εκτάσεων «πέφτουν» θύματα του ανέμου και του περονοσπόρου. Τα εσπεριδοειδή εξαντλούνται από την πρωτανθία, «σχίζονται» οι καρποί πριν την ώρα τους και ωριμάζουν πριχού αποκτήσουν το φυσιολογικό τους χρώμα. Οι καστανιές «θυσιάζονται» στον «βωμό» των επάρατων ασθενειών της μελάνωσης και του έλκους και της κρατικής αδιαφορίας. Οι θερμοκηπιακές καλλιέργειες αν «γλιτώσουν» από τις ξενόφερτες ασθένειες και εχθρούς, που βρήκαν με την κλιματική αλλαγή «πρόσφορο» πεδίο ανάπτυξης, θα «αποτελειωθούν» από την καταστροφή των κατασκευών από ανεμοθύελλα και χαλαζόπτωση και την ακραία διαφοροποίηση της θερμοκρασίας ημέρας και νύχτας. Η αιγοπροβατοτροφία υποφέρει από την ερημοποίηση και την παρατεταμένη ξηρασία, που εξαφανίζει τη βοσκήσιμη χλωρίδα.
Αυτή λοιπόν την «αιμάσσουσα» οικονομικά γεωργία «έβαλε» στο μάτι το Υπουργείο Οικονομικών. Επιδιώκει τη φορολόγηση των αγροτεμαχίων, βοσκοτόπων και μαντριών αγνοώντας την αντιαναπτυξιακή επίδραση ενός τέτοιου εγχειρήματος. Κι ας γνωρίζει πως ήδη η κλιματική αλλαγή μειώνει σε ετήσια βάση την παραγωγή στο αμπέλι κατά 30%, στην ελαιοκαλλιέργεια κατά 20% και στο βαμβάκι και στα δημητριακά κατά 15 – 20%. Κάποιος όμως πρέπει να υπενθυμίσει στην Πολιτεία πως ο μαρασμός της φυτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής ιδιαίτερα σε περιόδους οικονομικής κρίσης μπορεί να σημάνει και τον αφανισμό της.
Δρ Βαγγέλης Α. Μπούρμπος
γεωπόνος – ερευνητής
γεωπόνος – ερευνητής
Σάββατο 9-11-2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου