Χθες είχα μία απρόβλεπτη συνάντηση. Με μία κυρία. Περίεργη. Αν μη τι άλλο.
Και «φιλόζωη». Από αυτές που θέλουν όλα τα γατιά και τα σκυλιά, οικόσιτα ή αδέσποτα, στειρωμένα. Μου συστήθηκε. Δεν συγκράτησα, ούτε καν το μικρό της όνομα. Το μόνο που μου έμεινε ήταν η κακία στη φωνή, η ανισορροπία της σκέψης και ο αυταρχικός τρόπος της, με τον οποίο αντιμετώπιζε τον 2μετρο και βάλε σύζυγο της. Που ήταν και νέγρος! Εξ Αμερικής.
Όταν της συστήθηκα, η πρώτη της κουβέντα ήταν: «Εσύ δεν είσαι Κρητικός. Δεν είσαι Χανιώτης. Είσαι πρόσφυγκας».
Ένιωσα αμήχανα. Και άβολα.
Θυμήθηκα για άλλη μια φορά, τη πρώτη φορά που είχα ακούσει τη λέξη «πρόσφυγκας», με στόμφο απαξιωτικό.
Ήμουν δεν ήμουν 10 χρονών. Με είχε πάρει μαζί του ο πατέρας μου, στο παζάρι. Για να τον βοηθήσω. Τότε το παζάρι γινόταν στη δυτική πόρτα της Δημοτικής Αγοράς. Έξω από τα ψαράδικα. Είχαμε πάει νωρίς, για να πιάσομε καλή θέση. Αφήσαμε το τρίκυκλο και μπήκαμε σ’ ένα καφενείο, απέναντι. Κάτσαμε σε ένα τραπέζι που μας επέτρεπε να βλέπομε συνέχεια το μηχανάκι. Ήταν γεμάτο μαρούλια και διάφορα άλλα ζαρζαβατικά. Στο καφενείο ήταν και 2-3 άλλοι. Μεταξύ αυτών ήταν και ένας μεσόκοπος λιγδιάρης. Φορούσε κοστούμι και γαλότσες. Το κοστούμι από την απλυσιά γυάλιζε. Οι γαλότσες ήταν γεμάτες λάσπη και κοπριά. Έπιασε κουβέντα με τον πατέρα μου. Από ότι θυμάμαι μιλούσε βαριά κρητικά και από την αρχή ήταν απότομος. Εριστικός. Σε κάποια φάση της κουβέντας, γυρνάει και λέει στο πατέρα μου:
- Γιαννακό, σου τόχω ξαναπεί. Από τότε που ήρθατε εσείς οι πρόσφυγκες από τη Μικρά Ασία, εμείς οι Κρητικοί χορτάσαμε μουνί.
Πριν προλάβει να απαντήσει ο μπαμπάς, ο προπέτης γιος, με το θράσος της παιδικότητας τον ρώτησε:
- Γιατί θείε, πριν πηγαίνατε με κατσίκες;
Ήταν ο τρόπος που ρώτησα; Το αναπάντεχο περιεχόμενο της ερώτησης από ένα 10χρονο; Ή τα αυτιά μου που είχαν γίνει κατακόκκινα. Όσοι ήταν στα καφενείο γέλασαν Ακόμα και ο … γαμίκουλας.
-Γιος σου είναι;
Ρώτησε τον πατέρα μου. Εκείνος κούνησε θετικά το κεφάλι του. Είχε χάσει τη μιλιά του.
- Να τον χαίρεσαι.
Εκεί τέλειωσε και η κουβέντα.
Ξαναγυρνώ όμως στη κυρία που σας έλεγα.
Προσπάθησα να της απαντήσω. Η οργή με έπνιγε. Ήθελα όμως να είμαι ευγενικός. Και ας έλεγα άλλα από μέσα μου.
«Γιατί μανδάμ πρόσφυγας; Πενήντα χρονών γαϊδούρι είμαι. Εδώ στα Χανιά γεννήθηκα. Από μάνα, μισή Σφακιανή και μισή Αποκορονιώτισα. Εδώ γεννήθηκε και πατέρας μου. Εδώ μεγάλωσα , εδώ ζω. Όταν στα 22 μου επιστρέφοντας από τη Κένυα, μετά από απουσία 11 μηνών, είδα από ψηλά, το νησί που γεννήθηκα, έτσι όμορφο που ήταν και με πήρε το παράπονο. Έκλαψα και δεν με ένοιαζε αν με βλέπουν οι συνταξιδιώτες μου. Εσύ το ‘ χεις νοιώσει αυτό το συναίσθημα για το τόπο σου, μωρή; Επιτρέπεται, 89 χρόνια μετά το μεγάλο ξεριζωμό, να μουγκανίζεις για προσφυγκιλίκια; Αϊ σιχτίρ!»
Ότι και να της έλεγα, αυτή επέμενε.
-Όχι πρόσφυγκας είσαι. Πρόσφυγκας. Εσύ δεν είσαι Κρητικός.
Για να μην την στείλω στον διάολο, της την είπα αλλιώς.
-Ε, αφού είμαι πρόσφυγκας, πάω να ζητήσω άσυλο. Οι ξένοι που ζητάνε άσυλο, καλύτεροι είναι; Προλαβαίνω δεν προλαβαίνω. Ο σύζυγος σας έχει πάρει; Αν δεν έχει πάρει, να πάει να ζητήσει. Θα το χρειαστεί.
Της γύρισα τη πλάτη και έφυγα.
Τόση ώρα που της μιλούσα, πολύ της, ήταν….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου