Κάμποσες ώρες από τη σημερινή μου ζωή, τις πέρασα, από ανάγκη, σε ένα κλειστό χώρο. Κάπου στο κέντρο της πόλης. Μετά από 2 ώρες εγκλεισμού και λίγο πριν την ασφυξία, είχα απόλυτη ανάγκη, να βγω για λίγο έξω. Στο καθαρό καυσαέριο. Έστω. Να κάνω και ένα τσιγάρο.
Βγήκα στο πεζοδρόμιο και πάνω που άναβα το τσιγάρο, μου την … έπεσε. Ένας κουστουμαρισμένος λεβεντόγερος. Σταμάτησε μπροστά μου και σαν να γνωριζόμαστε χρόνια, με ρώτησε.
- Κοπέλι (φορούσα καπέλο, είχα σηκώσει και τους γιακάδες του μπουφάν, γιατί είχε ψύχρα….), το θωρείς;
Έβγαλε από τη τσέπη του ένα πακέτο τσιγάρα.
- Το θωρώ, του απάντησα αμήχανα. Και μουδιασμένα. Γιατί δεν ήξερα που θα το πήγαινε.
- Πόσο χρονώ με κάνεις;
- Εβδομήντα; Εβδομήντα πέντε;
- Ογδόντα δυό χρονώ είμαι. Καπνίζω από κοπελάκι. Και δεν έχω πράμα. Χάπια δεν παίρνω. Ούτε βιάγκρα. Εμένα που με θωρείς, με στείλανε να πολεμήσω στη Κορέα. Γιατί δεν ήμουνα κομουνιστής. Και γλίτωσα. Η χούντα με διόρισε στη γεωργική υπηρεσία. Έπαιρνα καλά λεφτά. Δούλευγα οκτώ μέρες το μήνα και τσι αποδέλοιπες όξω. Έχτισα τω κοπελιώ μου από δυό σπίτια. Έβγαλα και σύνταξη δυόμισι χιλιάρικα. Εδά ετούτοινε οι ξεγιβεντισμένοι, εκόψανε μου τα χίλια εφτακόσια. Αγόραζα το πακέτο που θωρείς 150 δραχμές. Τώρα πλερώνω 1500 δραχμές. Μια νέα χούντα θα σώσει την Ελλάδα. Μόνο η χούντα θα μας σώσει….
Όση ώρα μίλαγε, τον κοιτούσα. Σαν χαζός. Με ανάμικτα συναισθήματα.
Όταν τέλειωσε και αφού πήρα μια ανάσα, μπόρεσα να τον ρωτήσω.
- Γιατί παππού; Για να σε ξαναδιορίσουν;
Το μάτι του έπαιξε. Δεν είπε τίποτα. Μου γύρισε τη πλάτη και έφυγε. Κουνώντας απαξιωτικά το χέρι!
2 σχόλια:
Νίκο λοιπόν εσύ δεν υπάρχει περίπτωση θα αγιάσεις.
Και που είσαι, και εγώ συνάντησα τέτοιο λεβεντομαλάκα και του την είπα στην ψύχρα πως την αλητεία της γενιάς του πληρώνουμε τώρα.
Γιώργος
Φοβάμαι πως δεν θα προλάβω. Κάποιος θα με στείλει αδιάβαστο στη κόλαση.
Δημοσίευση σχολίου