Πριν από λίγες ώρες είχαν αφήσει
το λιμάνι της Άκαμπα. Το ένα και μοναδικό λιμάνι της Ιορδανίας. Ταξίδευαν προς
την έξοδο του κόλπου της, με προορισμό τη διώρυγα του Σουέζ.
Το καράβι, γενικού
φορτίου, ήταν ένα εγγλέζικο παλιό σκαρί. Βασιλοβάπορο. Γερό, περιποιημένο και
καλοτάξιδο.
Ο ανθυποπλοίαρχος της βάρδιας
8-12, σε λίγη ώρα θα παρέδιδε στον επόμενο. Νύσταζε και ήταν κουρασμένος πολύ.
Ήταν ξενύχτης από το προηγούμενο βράδυ. Είχε ολονύχτια βάρδια. Και με τη
φασαρία της φορτοεκφόρτωσης το πρωί, δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Έβγαλε ένα στίγμα
και το αποτύπωσε στον χάρτη. Αφού το έλεγξε αρκετές φορές. Παρόλο που ήταν
κοντά στη στεριά, φανάρια δεν φαινόντουσαν. Και το προβληματικό ραντάρ δεν το βοηθούσαν και τόσο οι
αμπασαδούρες (αμμοθύνες) των ακτών.
Έγραψε και το ημερολόγιο. Με το κουμπάσο μέτρησε την απόσταση που τους χώριζε
από το στενό πέρασμα εξόδου από το
κόλπο. Εκεί στη γωνία της χερσονήσου του Σινά. Υπολόγισε, ότι με τη ταχύτητα
που είχαν, θα το περνούσαν στις 2.30 τα ξημερώματα περίπου.
Όταν ανέβηκε στη γέφυρα ο άλλος
ανθυποπλοίαρχος, με καθυστέρηση ως συνήθως, πάντα με τη παρέα του, το καπετάνιο, που ήταν και κουμπάρος του, τους
παρέδωσε τη βάρδια και έφυγε. Δεν είχε όρεξη για πολλά - πολλά. Έκανε ένα καυτό
μπάνιο και ξάπλωσε. Ο ύπνος τον πήρε αμέσως.
Τον ξύπνησε ένα απότομο γερό
τράνταγμα. Και ένας ανατριχιαστικός θόρυβος. Της λαμαρίνας που σέρνεται στα
βράχια. Άναψε το φως και έκατσε στο κρεβάτι. Έκανε το σταυρό του. Κοίταξε το ρολόι
του. Ήταν 3 παρά είκοσι πέντε. Πιάστηκε από τα πλαϊνά προστατευτικά του
κρεβατιού και περίμενε. Αυτό που πιθανόν να ακολουθούσε. Μια μικρή κλίση,
ευτυχώς, προς τα αριστερά. Μόνο.
Χρόνια αργότερα, στεριανός πια
για τα καλά, βρισκόταν στις πρώτες ημέρες των διακοπών του. Η καθημερινή
συνήθεια του τον είχε ξυπνήσει, αντί για το ξυπνητήρι, στις 5. Άναψε το φως,
και πήρε να διαβάζει το βιβλίο που είχε δίπλα του. Δεν πέρασε πολύ ώρα και ίσα
– ίσα που πρόλαβε να σβήσει το φως και να αφήσει το βιβλίο. Βυθίστηκε στο γλυκό
λήθαργο του «ύπνου της ημέρας».
Όχι για πολύ. Ένα υπόκωφο βουητό, που ερχόταν από τα βάθη της γης και
ένα κούνημα, στην αρχή ελαφρύ, τον ξύπνησε. Έκατσε στο κρεβάτι μηχανικά. Άναψε το φως. Πιάστηκε από το
στρώμα. Το βουητό συνεχιζόταν. Το κούνημα έγινε πιο δυνατό. Πιο βίαιο. Το
δωμάτιο, με τους τοίχους του πήγαινε και ερχόταν. Το πετρόχτιστο σπίτι
αναστέναζε. Μέχρι που σταμάτησε. Ο
σεισμός.
Ντύθηκε και βγήκε έξω.
Άναψε τσιγάρο.
Το κάπνισε σκέτο.
Χωρίς καφέ.
Είκοσι οκτώ χρόνια, είχαν περάσει από τότε που το είχε βάλει για
πρώτη φορά στο στόμα του. Τράκα από τον
ηλεκτρολόγο. Εκεί, στη κουπαστή της βαρδιόλας. Πάνω από τα άγρια βράχια. Που
φαινόντουσαν ακόμα πιο άγρια από το φως των προβολέων…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου