Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

Τι ψυχή θα παραδώσετε μωρέ;




Κάποτε.
Ήταν δύο αδερφάδες.
Κανονικές.
Ζούσαν σε μια ακροποταμιά.
Το νερό έτρεχε γάργαρο.
Χαρούμενο.
Πεντακάθαρο.
Χειμώνα καλοκαίρι.
Για τόσο παλιά μιλάμε.
Είχαν και έναν αδελφό.
Μοναδικό.
Τον λάτρευαν.
Στα όπα-όπα τον είχαν.
Είχε όμως ένα κουσούρι.
Μια αχαριστία.
Ο αδελφός.
Προς τις αδελφές του.
Απέφευγε να τρώει από τα φαγητά τους.
Και με το δίκιο του.
Ήταν απαίσιες μαγείρισσες.
Έτσι ξενότρωγε.
Στης εποχής τα φαγάδικα.
Χάνια, ταβερνεία κλπ.
Βρίσκοντας χίλιες μύριες δικαιολογίες.
Του κόστιζε ακριβά.
Οι φόροι της εστίασης ήταν υψηλοί.
Μέχρι που έμαθε ότι ο άρχοντας του τόπου έβγαλε διάγγελμα.
Ανακοινώνοντας ότι μειώνει τους φόρους στα φαγάδικα
Και στα λοιπά συναφή.
Μια  ξαφνική χαρά του ήρθε.
Τόσο ξαφνική που του έκοψε το νήμα της ζωής.
Καθώς εστάλη στον άλλο κόσμο, οι αδελφές του,  βαρυπένθησαν.


Η μία ντύθηκε πένθιμα.


Με ένα διακριτικό μοβ χρώμα.


Η άλλη χιλιοστολίστηκε. 


Στις επικρίσεις της αδελφής της δικαιολογήθηκε.


Πως στολίστηκε από έξω, γιατί από μέσα η ψυχή της ήταν φαρμακωμένη.
Παρόλα αυτά έζησαν καλά.
Εξακολουθούν να ζουν ακόμα.
Όπως ζουν.
Και έφαγε που έφαγε, η μούρη του αδελφού  χώμα…..

Δεν υπάρχουν σχόλια: