Η ημέρα ήταν πολύ δύσκολη.
Περισσότερο από ότι οι άλλες ημέρες.
Αυτής της εποχής.
Από τις 4 και μισή το πρωί.
Ως τις 2 το μεσημέρι.
Έτρεχα.
Από τις 9, που άρχισε να σφίγγει η ζέστη.
Λαχταρούσα μια δροσοπεζούλα.
Να πέσω ξερός.
Στον ύπνο.
Τελικά τα κατάφερα στις 2 και μισή.
Το μεσημέρι.
Πάνω που βυθιζόμουν.
Σον ύπνο.
Το λυτρωτικό.
Χτύπησε το ρημάδι.
Το κινητό.
Είχε ξεχαστεί ανοιχτό.
Ήταν 3 παρά τέταρτο.
-
Έλα ρε, τι κάνεις, κοιμάσαι;
Ήταν ένας γνωστός.
Από αυτούς που έχουν τον αέρα.
Της αναίδειας και του θράσους.
Να γίνονται κολλητοί.
Μόνο όταν θέλουν κάτι.
Ανεξάρτητα από ημέρα και ώρα.
-
Τώρα όχι. Δεν κοιμάμαι. Πριν από λίγο ναι.
-
Κάθομαι στην αυλή και πίνω καφέ…..
(Συγνώμη; Ποια συγνώμη;)
…. Παρατήρησα ότι η λεμονιά μου
αρχίζει και ξεραίνεται στις κορφές,
τα φύλλα της είναι κίτρινα
και δεν έχει λεμόνια.
Τι να της κάνω;
- Θα της κάνει κορμοτομή. Και θα τη βάψεις με ασβέστη.
Δεν ήμουν εγώ.
Που απάντησε.
Ήταν η αυτού κακιότης.
Ο διάολος.
Που ξύπνησε μέσα μου.
Εγώ, ο αθώος.
Το μόνο που σκέφτηκα.
Ήταν ότι αν ξαναφάει λεμόνια.
Θα κάνω προσθετική μαλλιών.
Με τσίχλα.
Παράλληλα απενεργοποίησα το κινητό.
Και γύρισα πλευρό.
Ήσυχος.
Μου έμενε ακόμα μισή ώρα……
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου