Στα χρόνια, τα πολύ παλιά.
Τότε που υπήρχαν.
Τα χειμερινά και θερινά χειμαδιά.
Ένας βοσκός κατέβασε το "κουράδι" του.
Από τις Αποκορωνιότικες Μαδάρες.
Στις Καλύβες.
Έδωσε σε ένα καϊξή κάμποσα τυριά.
Φόρτωσαν τα ζωντανά στο καΐκι.
Για να τα περάσουν απέναντι.
Στο Ακρωτήρι.
Κάπου στη μέση του περάσματος.
Τους έπιασε μπουρίνι.
Δυνατό.
Ζορίστηκαν.
Τα ζώα γέμισαν το καΐκι ξερατά.
Και ο βοσκός τη βράκα με …ψιλά και χοντρά.
Φτάνοντας κάποτε στο Μαράθι, δικαιολογήθηκε αμήχανα.
-Όφου τ΄ άτιμα πως δε βρομούνε!
Εδά και ο Πόλυς.
Του στρατηδάρχη φασίστα ανέμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου