Σήμερα.
Κυριακάτικα.
Έπρεπε να «εκτελέσω», κάτι παραγγελιές.
Πριν με εκτελέσει, ένας εγκέφαλος διαλυμένος.
Από το κακό ύπνο, τις πολλές σκέψεις, όχι απαραίτητα γόνιμες και το πονοκέφαλο.
Δούλευα, πιο σωστά σερνόμουνα, σκυφτός, μηχανικά.
Κάπου - κάπου, όταν μου ερχόταν ζαλάδα, σηκωνόμουν.
Έπαιρνα βαθιά ανάσα, κοίταζα τον ουρανό και μακριά στον ορίζοντα, τα σύννεφα.
Έπρεπε να έχω το νου μου και για βροχή.
Λίγο πριν τελειώσω, έτσι όπως ήμουν, σκυφτός, σκεφτικός και στη καρακοσμάρα μου, σαν να ένοιωσα ότι κάτι περίεργο συμβαίνει γύρω μου.
Σηκώθηκα στα ίσια μου και κοίταξα ένα γύρω.
Οι ελιές.
Τα κυπαρίσσια.
Οι καρυδιές.
Τα αβοκάντο.
Ήταν καλυμμένα από χιλιάδες πουλιά!
Ζουζούρια!
Σταμάτησα τη δουλειά και τα χάζευα ακίνητος.
Ξαφνιασμένος, που δεν τα άκουσα να έρχονται.
Όταν συνήλθα από το πρώτο ξάφνιασμα, σκέφτηκα ότι καλά θα ήταν, να τα φωτογράφιζα κιόλας.
Δυστυχώς η μηχανή είχε ξεμείνει στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου χωρίς μπαταρία.
Είχα ξεχάσει να τη φορτίσω.
Από μέρες πριν.
Δοκίμασα με το κινητό.
Γεμάτη η μνήμη του.
Με φωτογραφίες που δεν είχα αντιγράψει στον υπολογιστή.
Τι να έκανα, άναψα ένα τσιγάρο και χάζευα.
Μέχρι που άκουσα τη γειτόνισσα να φωνάζει.
- Ειδέ ζουζούρια! Εκατομμύρια είναι. Μάνο, Μά-αααααα-νο, φέρε το τζιφτέ! Να φάμε μπάρεμου κιανένα.
Δεν πρόλαβε ο Μάνος, ο γιος της να πιάσει το όπλο.
Ένας παλαβός, είχε βουτήξει ένα γκαζοντενεκέ και ένα ξύλο.
Τα κτυπούσε μεταξύ τους με λύσσα.
Χωρίς ρυθμό.
Ο θόρυβος φόβισε τα πουλιά.
Πέταξαν μακριά.
Η γειτόνισσα και ο Μάνος της κοιτούσαν αποσβολωμένοι και ενοχλημένοι.
- Θα μου τρώγανε το σπανάκι, που τώρα φυτρώνει, τους δικαιολογήθηκε ο μανιακός με το γκαζοντενεκέ.
Ήταν ανακουφισμένος πολύ.
Τα πουλιά φεύγοντας, είχαν πάρει μαζί τους, και τον πονοκέφαλο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου