Η σημερινή ημέρα ξεκίνησε με πολύ
άγχος. Κακόκεφα. Οι λόγοι πολλοί. Και διάφοροι. Εφτά παρά, ήμουν ήδη στο χωράφι.
Έβαζα τις τελευταίες … πινελιές στις παραγγελιές που έπρεπε να παραδώσω, το πολύ
μέχρι τις 8.30. Καθώς δούλευα άκουσα δυνατά γαυγίσματα. Στο διπλανό λιόφυτο.
Που ανήκει στο Ινστιτούτο Υποτροπικών και Ελαίας. Δεν έδωσα σημασία. Βιαζόμουν
και επιπλέον υπέθεσα ότι θα είναι αδέσποτα που τσακώνονται. Γιατί από αδέσποτα είμαστε
πλούσιοι! Προσφέρεται η περιοχή. Πολλά χωράφια, κοντά στη πόλη…..
Αργά το απόγευμα ξανά γύρισα σε
εκείνο το χωράφι. Τα γαυγίσματα συνεχίζονταν από το ίδιο μέρος. Είχαν μετατραπεί
σε αγωνιώδη. Απελπισμένα. Άφησα τη δουλειά μου και πήγα προς τα εκεί. Περνώντας
από μία τρύπα στα σύρματα, που είχαν ανοίξει
οι κυνηγοί. Όσο πλησίαζα, τα γαυγίσματα γινόντουσαν ουρλιαχτά.
Έβγαιναν από ένα πολύ στενό και βαθύ φρεάτιο ύδρευσης. Που ήταν
κάτω από μια ελιά.
Κοίταξα στο βάθος και τον είδα. Ήταν
ένα μεσαίου μεγέθους αρσενικό ημίαιμο σκυλί. Μπεζ χρώματος. Πανέμορφο. Μόλις με είδε σταμάτησε
να φωνάζει. Έκατσε κάτω, στο χώμα και κουνούσε την ουρά του. Δεν φαινόταν άγριος.
Του μίλησα λίγο. Με ήρεμη φωνή. Κατέβηκα από τα σιδερένια σκαλοπάτια μέχρι τη μέση
του φρεατίου. Ο σκύλος δεν κουνήθηκε. Περίμενα λίγο και συνέχισα το κατέβασμα.
Με το ζόρι χωρούσα. Ήταν και η σωλήνα στη μέση που δυσκόλευε τη κατάσταση. Φτάνοντας
κάτω, έμεινα ακίνητος. Εξακολουθούσα να του μιλώ ψιθυριστά και ήρεμα. Σηκώθηκε.
Μου μύρισε τα πόδια και έμεινε να με κοιτάζει. Έκατσα σιγά σιγά και όπως μπορούσα,
στα γόνατα. Τρέμοντας έβαλε το κεφάλι του στα σκέλια μου και με κοίταζε. Με ένα βλέμμα
απόγνωσης. Φοβισμένο. Τον χάιδεψα.
Χαϊδεύοντας τον, σκευόμουνα πως θα τον έβγαζα πάνω. Λόγω στενότητας
του χώρου, δεν υπήρχε περίπτωση να τον πάρω αγκαλιά. Όταν κατάλαβα ότι ηρέμησε, δοκίμασα να τον πιάσω από
τα μπροστινά του πόδια και να τον σηκώσω. Όχι μόνο με άφησε, μα ένοιωσα να βοηθά
βάζοντας δύναμη στα πίσω. Τον γύρισα από τη πλευρά της σκάλας και του έπιασα
και τα πίσω πόδια, με το άλλο χέρι. Τον σήκωσα όσο μπορούσα. Τοποθέτησα τα πόδια
του στα σιδερένια σκαλιά. Γαντζώθηκε και
περίμενε. Ανέβηκα και εγώ λίγο. Έτσι σιγά, τον έβγαλα. Μέχρι να βγω και εγώ, τον είδα να τρέχει με όλη του τη δύναμη προς τα
πέρα.
Έφυγα και ξαναπήγα στη δουλειά
μου. Μετά από λίγη ώρα άκουσα ένα θόρυβο πίσω μου. Γύρισα και τον είδα. Ήταν σε
απόσταση λίγων μέτρων. Κουνούσε χαρούμενα την ουρά του και μου έκανε σκέρτσα
και νάζια. Έκατσα πάλι στα γόνατα και τον καλωσόρισα. Ήρθε χωρίς δισταγμό και κυλίστηκε
ανάμεσα στα ανοιχτά πόδια μου. Τον χάιδεψα. Για αρκετή ώρα. Μέχρι που χόρτασε.
Σηκώθηκε και πήγε πιο πέρα. Σταμάτησε με κοίταξε καλά καλά και έφυγε. Δεν ξανάρθε.
Περιττό να σας πω ότι μπορεί να
ζορίστηκα για να τον βγάλω έξω από το φρεάτιο, με έπιασε ο σβέρκος μου, αλλά τη
διάθεση μου, την έφτιαξε. Για να αντέξω
και την αυριανή ημέρα που θα είναι το ίδιο δύσκολη….
1 σχόλιο:
Είσαι τυχερός που ήταν σκύλος και σε ευχαρίστησε. Φαντάσου ναταν άνθρωπος.
Δημοσίευση σχολίου