Για τρίτη συνεχόμενη ημέρα.
Διπλωμένος στα δυο.
Σκυφτός.
Φύτευα.
Κάποια στιγμή χτύπησε το κινητό.
Είδα στην οθόνη του, από πού ερχόταν η κλίση.
Ωχ, αναστέναξα. Τι με θέλει πάλι.
Πάτησα το κουμπί.
-Παρακαλώ.
-Έλα Νικολιό, ήντα κάνεις.
-Καλά θεία. Φυτεύω. Εσύ τι κάνεις.
-Ήντα φυτεύγεις.
-Τα σκόρδα θεία, φυτεύω. Σήμερα τελειώνω.
-Εγώ τάχω φυτεμένα. Μου ξεπερισσέψανε σκελίδες. Μόνο ανε τσι
θες έλα να τσι πάρεις. Όποτε θες.
-Εντάξει θεία. Κάποια στιγμή σήμερα θα περάσω.
Και πέρασα. Μεσημέρι ήταν.
Μία παρά.
Φτάνοντας είδα το σπίτι κλειστό.
Παράθυρα, και πόρτες. Ακόμα και τα πατζούρια.
Από μέσα όμως ακουγόταν ακαθόριστες ομιλίες και μουσική.
Πλησίασα.
Έπαιζε η τηλεόραση στη διαπασών.
Έβλεπε τούρκικο!
Της χτύπησα το κουδούνι μια φορά.
Δεν απάντησε.
Το ξαναχτύπησα πολλές φορές.
Τίποτα.
Τη πήρα τηλέφωνο.
Δεν απάντησε.
Η ένταση όμως του ήχου της τηλεόρασης σιγάνεψε.
Δεν ακουγόταν πια.
Ξαναχτύπησα το κουδούνι. Πάλι δεν απάντησε.
Κρυβόταν!
Διαολίστηκα.
Σηκώθηκα και έφυγα….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου