Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2010

Θα φάνε τα πουλιά, θα φάω και εγώ!

Είχα ένα φυτώριο με μαρούλια. Τα πρόσεχα ως κόρη οφθαλμού. Πότιζα όποτε χρειαζόταν, ξεχορτάριαζα και παρακολουθούσα για τυχόν προσβολές από κάμπιες ή σαλιγκάρια. Κάθε πρωί. Ενίοτε και τα απογεύματα αν είχα χρόνο. Πάνω που ήταν έτοιμα και μια χαρά για να μεταφυτευτούν, έριξε, έτσι για να μας κοροϊδέψει, κάτι ψευτό-μπόρες. Νυχτερινές ώρες. Τα σαλιγκάρια ξεσμηλώθηκαν από τις κρυψώνες τους και βγήκαν για φαΐ. Αφού καρδάμωσαν καλά και με αρκετές δεκάδες από τα μαρουλάκια μου, το έριξαν στο ζευγάρωμα.


Το πρωί που είδα φαγωμένα τα μαρούλια, έψαξα να βρω τους ζημιάρηδες. Και τους βρήκα. Είχαν κρυφτεί στις ρίζες κάτι στύφνων, λίγο πιο πέρα. Τα μάζεψα και τα πέταξα στην άκρη του χωραφιού ανάμεσα σε κάτι πέτρες. Ανακάτεψα λίγα πριονίδια με στάχτη που είχα από πέρυσι και τα σκόνισα πάνω και γύρω από το φυτώριο. Το έκανα αυτό γιατί τόσο η στάχτη, αλλά πολύ περισσότερο το πριονίδι ( μη προερχόμενο από ξύλα που έχουν επεξεργαστεί με χημικά), απωθούν τα σαλιγκάρια. Άλλη επίθεση – προσβολή δεν είχα.


Χτες που ήταν έτοιμο το χωράφι, μεταφύτεψα τα μαρούλια. Και μέσα στις θήκες, κάτω από τα κύπελλα των φυτών, είδα αυτό το θέαμα. Τα αυγά των σαλιγκαριών. Ήταν σε μέγεθος λίγο πιο μεγάλο από τη φακή. Πήγα και τα έβαλα κάτω από μία πέτρα, εκεί που είχα αφήσει τους μεγάλους.
Γενικά οι ζημιές που μπορεί να κάνει το σαλιγκάρι στα κηπευτικά, αν ο πληθυσμός του είναι ελεγχόμενος, είναι μικρές. Ένας τρόπος να τα αντιμετωπίσουμε, είναι αυτός που σας είπα πιο πάνω. Άλλος τρόπος είναι να αφήνουμε κάποια χόρτα γύρω - γύρω από τις καλλιέργειες μας ή τα ζιζάνια που ξεριζώνουμε να τα κάνουμε σωρούς μικρούς ανάμεσα στα φυτά. Εκεί, αρέσει στα σαλιγκάρια να κρύβονται. Οπότε ανά διαστήματα, ψάχνουμε, τα βρίσκουμε, τα μαζεύουμε και ανάλογα με τις ορέξεις μας, το είδος τους ή την εποχή, τα διαχειριζόμαστε.
Τα σαλιγκάρια είναι ο αγαπημένος μεζές των κοτσυφιών. Όπου τα βρουν, τους δίνουν και καταλαβαίνουν. Αν κάποια από τα σαλιγκάρια είναι «κλειστά» και δεν μπορούν να τα φάνε, τα τσιμπούν με το ράμφος από το κέλυφος και τα χτυπούν σε πέτρες με δύναμη μέχρι να σπάσουν!
Κάπου είχα διαβάσει, στα πρώτα χρόνια των πειραματισμών μου, ότι αν φτιάξεις ένα ειδικό «ζουμί», από τα ίδια τα σαλιγκάρια και το πετάξεις στο χωράφι, τα σαλιγκάρια δεν πλησιάζουν.
Αυτό το «ειδικό σαλιγκαροζούμι», επιχείρησα να το φτιάξω μία και μοναδική φορά, σύμφωνα με τις οδηγίες.
Μάζεψα ένα κιλό σαλιγκάρια και τα έβαλα σε πέντε κιλά νερό που κόχλαζε. Αφού τα μετέφερα σε άλλο δοχείο, πιο πρόχειρο, τα άφησα κάμποσες μέρες έτσι. Όταν ξαναπήγα, για να το χρησιμοποιήσω, έβγαλα τα σκότια μου από τη βρώμα. Όταν λέμε βρώμα, λέμε βρώμα! Το πέταξα μαζί με το δοχείο. Ένα κιλό από αυτό το πράμα, αν το ανακάτευα με 5 κιλά νερό και το σκόρπαγα στο χωράφι, γύρω από τα φυτά και κοντά στις ρίζες τους, τα σαλιγκάρια δεν θα πλησίαζαν. Δεν τόλμησα να το ξανακάνω και δεν ξέρω τι αποτελέσματα θα είχε.
Πάντως έκανα καιρό να ξαναφάω σαλιγκάρια…..


2 σχόλια:

ΞΗΜΕΡΑΚΗΣ ΦΑΝΗΣ είπε...

Με τα μαρούλια τάϊζε
φίλε μου τσοι χοχλιούς
και όταν έρθει η ώρα ντος
καντους μπουμπουριστούς.

ΠΑγιαυλάς ΝΙΚΟΣ είπε...

Καλοί είναι μπουμπουριστοί, αλλά πιό καλοί είναι με πλιγούρι και θρίμπι!